σύνδρομο

σύνδρομο
(Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό - Σι-κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών).
* * *
το, Ν
1. ιατρ. κλινική εικόνα που εκδηλώνεται με την ίδια, σχεδόν πάντοτε, συμπτωματολογία, τής οποίας, όμως, η αιτιολογία ή η παθογένεια ή και τα δύο είναι άγνωστα, αμφίβολα, πολλαπλά ή εν μέρει γνωστά
2. (ψυχολ.) κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό κάποιου που επηρεάζει αρνητικά την ορθή κρίση και ενέργεια («κατέχεται από το σύνδρομο τής αποτυχίας»)
3. φρ. α) «σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας» ή «Έιτζ»
ιατρ. σοβαρότατη ίωση, νόσος τού ανοσοποιητικού συστήματος τού οργανισμού, τής κατηγορίας τών μη γνήσιων αφροδίσιων νοσημάτων, δηλαδή εκείνων τών νοσημάτων που μεταδίδονται με ή χωρίς σεξουαλική επαφή, που πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία τού 1980, προκαλείται από ιούς τής οικογένειας τών ρετροϊών, ιδιαίτερα από τους ιούς HIV, και είναι προς το παρόν ανίατη
β) «σύνδρομο Ράιχμαν»
ιατρ. υπερέκκριση τού στομάχου, με εμέτους μεγάλων ποσοτήτων γαστρικού υγρού, ιδιοπαθής ή σε έλκη που παρουσιάζονται κοντά στον πυλωρό
γ) «σύνδρομο Στάιν-Λέβενταλ»
ιατρ. συνδυασμός αραιομηνόρροιας, στειρότητας, δασυτριχισμού και παχυσαρκίας με διόγκωση και μικροκυστική εκφύλιση τών ωοθηκών
δ) «σύνδρομο Ράιτερ»
ιατρ. φλεγμονώδης ρευματοπάθεια, άγνωστης αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως νέους ανήλικους και χαρακτηρίζεται από εμπύρετη επώδυνη πολυαρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. σύνδρομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Άιζενμενγκερ, σύνδρομο — (Ιατρ.). Συγγενής καρδιοπάθεια. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεσοκοιλιακού διαφράγματος, δεξιά παρεκτόπιση της αορτής, υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας και πνευμονική στένωση. Αποτελεί το 5% των συγγενών καρδιοπαθειών. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδές σύνδρομο — Σπάνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κρίσεις εξάψεων του προσώπου, διάρροιας και δύσπνοιας. Προκαλείται από έναν όγκο στον πνεύμονα ή στο έντερο, που ονομάζεται καρκινοειδές. Ο όγκος εκκρίνει σε μεγάλες ποσότητες την ουσία σεροτονίνη, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • νεφρωσικό σύνδρομο — Σειρά συμπτωμάτων και σημείων που είναι αποτέλεσμα βλάβης του νεφρού …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • ακροκυάνωση — Σύνδρομο κατά το οποίο, όπως υποδεικνύει και η λέξη, τα άκρα (χέρια, πόδια, αφτιά κλπ.) παίρνουν χρώμα ιώδες (κυάνωση). Η α. μπορεί να εμφανιστεί είτε μεμονωμένη (ιδιοπαθής α.) είτε και ως σύμπτωμα παθήσεων του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • 10 Hronia Mazi — 10 H.M. Studio album by Despina Vandi Released December 6, 2007 (see …   Wikipedia

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μογγολισμός — (Ιατρ.). Ονομάζεται επίσης μογγολοειδής ιδιωτία ή σύνδρομο Down. Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος (τρισωμία 21: αντί 2, υπάρχουν 3 χρωμοσώματα 21) ή σε αλλοιώσεις πάντα του χρωμοσώματος 21. Είναι μάλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”