- σύνδρομο
- (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό - Σι-κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών).
* * *το, Ν1. ιατρ. κλινική εικόνα που εκδηλώνεται με την ίδια, σχεδόν πάντοτε, συμπτωματολογία, τής οποίας, όμως, η αιτιολογία ή η παθογένεια ή και τα δύο είναι άγνωστα, αμφίβολα, πολλαπλά ή εν μέρει γνωστά2. (ψυχολ.) κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό κάποιου που επηρεάζει αρνητικά την ορθή κρίση και ενέργεια («κατέχεται από το σύνδρομο τής αποτυχίας»)3. φρ. α) «σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας» ή «Έιτζ»ιατρ. σοβαρότατη ίωση, νόσος τού ανοσοποιητικού συστήματος τού οργανισμού, τής κατηγορίας τών μη γνήσιων αφροδίσιων νοσημάτων, δηλαδή εκείνων τών νοσημάτων που μεταδίδονται με ή χωρίς σεξουαλική επαφή, που πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία τού 1980, προκαλείται από ιούς τής οικογένειας τών ρετροϊών, ιδιαίτερα από τους ιούς HIV, και είναι προς το παρόν ανίατηβ) «σύνδρομο Ράιχμαν»ιατρ. υπερέκκριση τού στομάχου, με εμέτους μεγάλων ποσοτήτων γαστρικού υγρού, ιδιοπαθής ή σε έλκη που παρουσιάζονται κοντά στον πυλωρόγ) «σύνδρομο Στάιν-Λέβενταλ»ιατρ. συνδυασμός αραιομηνόρροιας, στειρότητας, δασυτριχισμού και παχυσαρκίας με διόγκωση και μικροκυστική εκφύλιση τών ωοθηκώνδ) «σύνδρομο Ράιτερ»ιατρ. φλεγμονώδης ρευματοπάθεια, άγνωστης αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως νέους ανήλικους και χαρακτηρίζεται από εμπύρετη επώδυνη πολυαρθρίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. σύνδρομος].
Dictionary of Greek. 2013.